ἐπισφαλοῦς

ἐπισφαλοῦς
ἐπισφαλής
prone to fall
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ετοιμόρροπος — η, ο (Μ ἑτοιμόρροπος, ον) αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω και είναι έτοιμος να πέσει («ετοιμόρροπο κτήριο») νεοελλ. μτφ. 1. (γενικά) ο έτοιμος να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο κράτος, ετοιμόρροπη επιχείρηση») 2. (για ανθρώπους) ο… …   Dictionary of Greek

  • Σοπέν, Φρειδερίκος Φραγκίσκος — (Chopin). Πολωνός συνθέτης και πιανίστας (Ζελάζοβα Βόλα 1810 Παρίσι 1849). Αποκάλυψε πολύ νωρίς το μουσικό του ταλέντο και άρχισε γρήγορα τη μελέτη του πιάνου του οργάνου της προτίμησης του, στο οποίο κυρίως αφιέρωσε την ιδιοφυΐα του κι έκανε την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”